- εμπέτασμα
- το (AM ἐμπέτασμα)παραπέτασμανεοελλ.χαρτί για επικάλυψη τής εσωτερικής επιφάνειας τοίχου, ταπετσαρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπετάσμασι — ἐμπέτασμα curtain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπετάσμασιν — ἐμπέτασμα curtain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπετάσματα — ἐμπέτασμα curtain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)